Οι αγχώδεις διαταραχές αποτελούν ένα πρόβλημα που συναντάται όλο και περισσότερο στο δυτικό κόσμο. Πολύ άνθρωποι ταλαιπωρούνται απο γενικευμένο άγχος, κρίσεις πανικού, και διάφορες φοβίες . Γι΄αυτό το σκοπό έχουν αναπτυχθεί και διάφορα θεραπευτικά μοντέλα άλλα με επιστημονική βάση και άλλα χωρίς που υπόσχονται στην εξάλειψη και «θεραπεία» των συμπτωμάτων.
Ο κάθε άνθρωπος επιλέγει την εκάστοτε παρέμβαση με σκοπό να νιώσει καλύτερα και να απαλλαγεί από τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθει συνεχώς. Τον πρώτο καιρό μπορεί να δει κάποια σχετική βελτίωση και με δεδομένο αυτό το συναίσθημα βελτίωσης πιστεύει ότι έχει απαλλαχθεί από αυτό τον μεγάλο «εχθρό»που έχει απέναντι του. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα όμως οι σκέψεις και τα συναισθήματα άγχους και φόβου επανέρχονται με την ίδια δύναμη και ίσως και πιο ισχυρά και το ίδιο το άτομο ματαιώνεται καθώς θεωρεί ότι έκανε κάτι λάθος στον τρόπο διαχείρισης και ξεκινάει πάλι από την αρχή να βρεί μια αποτελεσματική «θεραπεία».
Πολλές φορές συναντάμε ανθρώπους που έχουν δοκιμάσει αρκετά για να απαλλαγούν από αυτό που νιώθουν και να το «διώξουν από πάνω τους» όπως χαρακτηριστικά μας τονίζουν. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: πώς γίνεται να διώξει κάποιος κάτι ένω ταυτόχρονα του δίνει δύναμη να μείνει. Το άγχος είναι ένα συναίσθημα, όπως είναι η λύπη η χαρά, η ζήλεια, ο θυμός, όλα αυτά τα συναισθήματα μας δίνουν μεγάλο εύρος έκφρασης τους και είναι απόλυτα σημαντικά για την ανθρώπινη μας ύπαρξη. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να τα αποφύγουμε τα ενδυναμώνουμε και νιώθουμε όλο και περισσότερο εκτός ελέγχου.
Μαθαίνουμε σε έναν τρόπο αποφυγής τους, η αποφυγή αυτή έχει ως αποτέλεσμα το να απομακρυνόμαστε από τη ζωή που θέλουμε να ζήσουμε, και να ασχολούμαστε συνεχώς στο να τα διώξουμε. Πόσο χρόνο όμως θα μας πάρει από το να ζήσουμε πραγματικά τη ζωή που θέλουμε. Πολλές φορές ακούμε «αν δεν είχα αυτούς τους φόβους και το άγχος θα έκανα πολλά πράγματα» ή «αν μου φύγουν αυτές οι σκέψεις η ζωή μου θα είναι καλύτερη και πιο ουσιαστική» το σημαντικό σε αυτές τις δηλώσεις είναι να δούμε ότι περιμένουμε να κάνουμε κάτι ΑΝ γίνει κάτι άλλο πρώτα.
Τίθεται , λοιπόν, το ερώτημα «τι να κάνω για να βελτιωθώ» η απάντηση είναι να αρχίσουμε να είμαστε πρόθυμοι στο να δεχτούμε τις σκέψεις μας . Είναι ένα πρώτο βήμα στην τροποποίηση της αλυσίδας των σκέψεων μας. Αυτός ο τρόπος διαχείρισης αποδεικνύεται με το παρακάτω παράδειγμα:
«Δύο άνθρωποι οδηγούν το πρωί το αυτοκίνητο τους για να πάνε στη δουλειά τους από τον ίδιο ακριβώς δρόμο. Ο οδηγός Α πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ενώ ο οδηγός Β όχι. Αφού περνάνε από ένα σχολείο και οι δύο έχουν τις εξείς σκέψεις: ''κι αν πάτησα καταλάθος κάποιο παιδάκι και δεν το κατάλαβα ούτε άκουσα κάτι''. Πολλές φορές βομβαρδιζόμαστε από παράλογες και υπερβολικές σκέψεις. Ο οδηγός Α δεν μπορεί καθόλου να αντέξει αυτές τις σκέψεις και αμέσως σταματάει το αυτοκίνητο του και ελέγχει για κηλίδες αίματος ή κάποια ίχνη που να δείχνουν ότι συνέβη κάτι. Οι σκέψεις, όμως, συνεχίζουν και δεν μπορεί να ηρεμήσει έτσι γυρνάει πίσω με το αμάξι για να βεβαιωθεί ότι και έξω από το χώρο του σχολείου δεν υπάρχουν ίχνη αίματος. Αφού βεβαιώνεται ότι δεν έγινε κάποιο δυστύχημα ξεκινάει να πάει στη δουλειά του έχοντας χάσει όλο αυτό τον χρόνο με τις σκέψεις του. Ο οδηγός Β αποδέχτηκε απλά ότι οι σκέψεις του ήταν υπερβολικές και συνέχισε κανονικά το δρόμο του προς τη δουλειά του.»
Το ερώτημα που τίθεται είναι: «πόσο οι σκέψεις μας επηρρεάζουν τη λειτουργικότητα μας;»